- στιχουργικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στιχουργία ή στον στιχουργό2. το θηλ. ως ουσ. η στιχουργικήα) το σύνολο τών κανόνων που διέπουν τη σύνθεση ενός ποιητικού έργου, η τεχνική τής στιχουργίας, η τέχνη τού να γράφει κανείς ποιήματαβ) η μετρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < στιχουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Σκαρλ. Γκίκα].
Dictionary of Greek. 2013.